προσάπτω

προσάπτω
ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω]
1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.)
2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.)
3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου, τού αποδίδω ευθύνες για κάτι (α. «προσάπτω κατηγορία» β. «μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψης», Σοφ.)
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον κάτι, παρέχω, χορηγώ ή απονέμω («αὐτὰρ ἐγὼ τόδε κῡδος Ἀχιλλῆι προτιάπτω», Ομ. Ιλ.)
2. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
3. προσθέτω
4. αναθέτω κάτι σε κάποιον, τού εμπιστεύομαι κάτι («τὸ ναυτικὸν προσήψεν αὐτῷ ἡ πόλις», Ξεν.)
5. (αμτβ.) α) προσεγγίζω κάποιον, πλησιάζω
β) συγκαταλέγομαι («εἰ κακοῑς κακὰ προσάψει τοῑς πάλαι τὰ πρόσφατα», Σοφ.)
6. μτφ. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τὸ θεωρώ ως έργο του («κατορθώματα τῇ τύχῃ προσάπτειν», Πολ.)
7. (μέσ. και παθ.) προσάπτομαι
α) (για πρόσ.) προσκολλώμαι σε κάτι
β) σχετίζομαι με κάποιον ή με κάτι
γ) (για παλαιστές) έρχομαι στα χέρια
δ) (το παθ.) είμαι συνδεδεμένος με κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσάπτω — προσάπτω, (προσήψα) βλ. πίν. 213 Σημειώσεις: προσάπτω : ο αόριστος προσήψα δε συνηθίζεται. Απαντώνται κυρίως οι τύποι της υποτακτικής (να προσάψω κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσάπτω — fasten to pres subj act 1st sg προσάπτω fasten to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψει — προσάπτω fasten to aor subj act 3rd sg (epic) προσάπτω fasten to fut ind mid 2nd sg προσάπτω fasten to fut ind act 3rd sg προσά̱ψει , προσάπτω fasten to futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) προσά̱ψει , προσάπτω fasten to futperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψουσι — προσάπτω fasten to aor subj act 3rd pl (epic) προσάπτω fasten to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσάπτω fasten to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) προσά̱ψουσι , προσάπτω fasten to futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψουσιν — προσάπτω fasten to aor subj act 3rd pl (epic) προσάπτω fasten to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσάπτω fasten to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) προσά̱ψουσιν , προσάπτω fasten to futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψῃ — προσάπτω fasten to aor subj mid 2nd sg προσάπτω fasten to aor subj act 3rd sg προσάπτω fasten to fut ind mid 2nd sg προσά̱ψῃ , προσάπτω fasten to futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) προσά̱ψῃ , προσάπτω fasten to futperf ind mid 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαψόμεθα — προσάπτω fasten to aor subj mid 1st pl (epic) προσάπτω fasten to fut ind mid 1st pl προσᾱψόμεθα , προσάπτω fasten to futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάπτῃ — προσάπτω fasten to pres subj mp 2nd sg προσάπτω fasten to pres ind mp 2nd sg προσάπτω fasten to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψαι — προσάπτω fasten to perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) προσάπτω fasten to aor inf act προσάψαῑ , προσάπτω fasten to aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψεις — προσάπτω fasten to aor subj act 2nd sg (epic) προσάπτω fasten to fut ind act 2nd sg προσά̱ψεις , προσάπτω fasten to futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”